- θερμαντικῶν
- θερμαντικόςcapable of heatingfem gen plθερμαντικόςcapable of heatingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
πύρεθρο — (χρυσάνθεμον το κινεραριόφυλλον). Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων η κομποζίτων (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει άγριο σε πετρώδεις περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας και κατά μήκος της Αδριατικής. Τα άνθη του (κεφάλια), αφού αποξηρανθούν … Dictionary of Greek
χρωμοφωτοθεραπεία — η, Ν ιατρ. (παλ. όρος) θεραπευτική μέθοδος με χρήση έγχρωμων θερμαντικών λαμπτήρων … Dictionary of Greek
καρβίδια — Ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και ορισμένα αμέταλλα. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο του χημικού δεσμού σε τρεις ομάδες. Τα ιοντικά κ. σχηματίζονται από τα ισχυρά ηλεκτροθετικά μέταλλα, όπως είναι τα κ. των… … Dictionary of Greek